- αληθινότητα
- [-ης (-ητος)] η !) правильность, (достоверность;2) истинность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
φυσικότητα — η 1. τονα είναι κάτι φυσικό (όχι τεχνητό ή επίπλαστο), ειλικρίνεια, απλότητα, αφέλεια: Έχει φυσικότητα στη συμπεριφορά. 2. κανονικότητα, ομαλότητα: Η ανάπτυξη του παιδιού έχει φυσικότητα. 3. αληθινότητα, αγνότητα, καθαρότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)